Η φωτογραφική καταγραφή για λόγους τεκμηρίωσης της κατάστασης ενός έργου πριν και μετά τη συντήρηση, καθώς και των διαδικασιών συντήρησης, αποτελεί μία απολύτως απαραίτητη ενέργεια, πριν την πραγματοποίηση οποιασδήποτε επέμβασης. Καμία εργασία δεν ξεκινά πριν το έργο φωτογραφηθεί στην αρχική του κατάσταση, στην κατάσταση δηλαδή στην οποία βρισκόταν όταν έφτασε στα χέρια του συντηρητή. Έτσι αυτός θα μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να τεκμηριώσει τους λόγους που προχώρησε στις συγκεκριμένες, κάθε φορά, επεμβάσεις καθώς και την έκταση και την ποιότητα των επεμβάσεων αυτών. Επιπλέον, οι εικόνες που λαμβάνονται, τόσο στο ορατό τμήμα του φάσματος υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όσο και, κυρίως, στο υπεριώδες, μπορούν να αποτελέσουν ένα χρήσιμο εργαλείο διάγνωσης της κατάστασης διατήρησης του έργου.
Η φωτογράφιση των έργων ¨κανονικών¨ διαστάσεων γίνεται με τα έργα στηριγμένα σε όρθια θέση, για παράδειγμα σε ένα καβαλέτο και τη φωτογραφική μηχανή στηριγμένη σε τρίποδο απέναντί τους και σε ικανή απόσταση, η οποία εξαρτάται κυρίως από το μέγεθός τους και την εστιακή απόσταση του φακού της μηχανής.
Στην περίπτωση του έργου του C.L.L. Muller «30η Μαρτίου 1814» (Π.161) κάτι τέτοιο αποκλειόταν εκ των πραγμάτων. Το έργο δεν είχε τελάρο, οπότε δεν θα μπορούσε να σταθεί όρθιο. Αλλά και να είχε, το ύψος της οροφής ήταν μικρότερο από αυτό του έργου, ενώ δεν υπήρχε και χώρος για να τοποθετηθεί ή φωτογραφική στην κατάλληλη απόσταση.
Έτσι, ο μόνος τρόπος να φωτογραφηθεί ήταν σε οριζόντια θέση, επάνω στον πάγκο εργασίας όπου βρισκόταν. Έμενε από κει και πέρα, να επιλυθεί το πρόβλημα της τοποθέτησης της φωτογραφικής μηχανής. Συναρμολογήθηκε, γι΄ αυτόν τον σκοπό από τον ανάδοχο, ένα ικρίωμα από χωροδικτύωμα περιμετρικώς του πάγκου, ύψους δύο, περίπου μέτρων. Επάνω στο ικρίωμα προσαρμόστηκε μία γέφυρα η οποία μπορούσε να κινείται κατά μήκος των μεγάλων πλευρών του πάγκου. Η φωτογραφική ήταν προσαρμοσμένη σε μία βάση τοποθετημένη επάνω στη γέφυρα η οποία κινείτο κατά μήκος αυτής. Υπήρξε έτσι η δυνατότητα η μηχανή να κινείται ως προς τους δύο άξονες και να μπορεί να σαρώσει όλη την επιφάνεια του έργου. Σε αυτό το ύψος, βέβαια, ο χειρισμός της μηχανής γινόταν από απόσταση.
Ελήφθησαν 30 λήψεις πολύ υψηλής ανάλυσης (100 MP) στο ορατό και στο υπεριώδες. Η τελική, ολική εικόνα του έργου προήλθε από συρραφή των επιμέρους λήψεων, με συνολική ανάλυση της τάξης των 3000 MP. Η ίδια διαδικασία επαναλήφθηκε μετά το πέρας των εργασιών συντήρησης.